σκηνάρχης

σκηνάρχης
ο, Ν
1. (αθλ.) αρχηγός σκηνής σε κατασκήνωση
2. στρ. αρχηγός ομάδας στρατιωτών που έχουν κατασκηνώσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκηνή + -άρχης*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σκηναρχώ — έω, Α είμαι αρχηγός σε σκηνή («σκηναρχήσας ἐν τοῑς ἐφήβοις», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκηνή + αρχῶ, πιθ. μέσω αμάρτυρου αρχ. *σκηνάρχης (πρβλ. τριηρ αρχῶ)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”